ένστικτο

ένστικτο
Χαρακτηριστική τάση ενός είδους, η οποία είναι κληρονομική και συνεπώς δεν οφείλεται στη μάθηση, και εξωτερικεύεται με μια περίπλοκη και στερεότυπη συμπεριφορά. Ουσιώδης προϋπόθεση για να μπορεί να χαρακτηριστεί ενστικτώδης ένας ορισμένος τύπος συμπεριφοράς είναι να προκαλείται από μια φυσιολογική ανάγκη, της οποίας το άτομο δεν έχει πλήρη συνείδηση. Από τον ορισμό γίνεται φανερό ότι η κοινώς χρησιμοποιούμενη έννοια του ε. δεν έχει κανένα κοινό σημείο με την επιστημονική. Πράγματι, στο καθημερινό λεξιλόγιο συνηθίζονται εκφράσεις, όπως, για παράδειγμα, «ρίχτηκε ενστικτωδώς στη φωτιά για να σώσει τα παιδιά του», «ένιωσα μια ενστικτώδη συμπάθεια», «πάτησα ενστικτωδώς το φρένο του αυτοκινήτου». Στα παραδείγματα αυτά ο όρος έ. χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει συμπεριφορές, οι οποίες θα ήταν ορθότερο να προσδιοριστούν ως παρορμητικές ή μη έλλογες, διαισθητικές ή αυτοματικές. Ο όρος έ. ανταποκρίνεται, πράγματι, σε πολύ λίγους τύπους συμπεριφοράς, ακόμα και στην περίπτωση των ζώων. Ακόμα και το αποκαλούμενο έ. αυτοσυντήρησης δεν είναι, με την αυστηρή έννοια του όρου, ένα πραγματικό έ.· αν, σε ό,τι αφορά τη διατήρηση της ζωής, μπορούμε να δεχτούμε τη βιολογική βάση της πείνας και της δίψας, η ικανοποίησή τους δεν συνεπάγεται αναγκαστικά μια περίπλοκη συμπεριφορά του τύπου του ε. Σε ανάλογα συμπεράσματα οφείλουμε να καταλήξουμε σε ό,τι αφορά το λεγόμενο σεξουαλικό έ. Και αυτό επίσης, στον άνθρωπο και σε έναν μεγάλο αριθμό ζώων, δεν απαιτεί περίπλοκη συμπεριφορά· μόνο σε ορισμένα είδη πτηνών η σεξουαλική συμπεριφορά μπορεί να θεωρηθεί πραγματικά ενστικτώδης, με τις εκδηλώσεις που προετοιμάζουν το ζευγάρωμα (ιδιόμορφο κελάδημα, χορευτικές κινήσεις, ρυθμικό τίναγμα των φτερών κλπ.). Η μοναδική ενστικτώδης συμπεριφορά, κοινή σχεδόν κατά γενικό κανόνα στα ζώα και στο ανθρώπινο είδος, είναι η μητρική συμπεριφορά. Αυτή, πράγματι, προκαλείται από ειδικές ορμόνες που εκκρίνονται κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα μετά τον τοκετό. Μία από τις ορμόνες αυτές είναι η προλακτίνη, η οποία εκκρίνεται από την υπόφυση και έχει προορισμό να διεγείρει τους θηλαστικούς αδένες και να προκαλεί τη φροντίδα που αφιερώνουν οι μητέρες στα παιδιά τους. Πράγματι, είναι δυνατόν με ενέσεις προλακτίνης σε παρθένα θηλυκά ποντίκια να προκληθεί η τάση να φροντίσουν τα ποντίκια που γέννησε κάποιο άλλο θηλυκό ποντίκι και να αναπτύξουν μια πλήρη, σύνθετη, μητρική συμπεριφορά. Πρέπει, ωστόσο, να τονιστεί ότι στον άνθρωπο η συμπεριφορά αυτή μπορεί να εμποδιστεί ή να τροποποιηθεί στην εκδήλωση και στην κατεύθυνσή της από παράγοντες του περιβάλλοντος.
* * *
και ένστιχτο, το
1. παρόρμηση, φυσική τάση, αντίδραση τού ζωντανού οργανισμού σε καθορισμένους εξωτερικούς παράγοντες
2. εσωτερική παρόρμηση που καθορίζει τα αισθήματα, τις κρίσεις και τις πράξεις τού ανθρώπου ανεξάρτητα από τη σκέψη
3. φυσική ικανότητα, κλίση σε κάτι
4. φρ. α) «εξ ενστίκτου» ή «από ένστικτο» — αυθόρμητα, χωρίς πολλή σκέψη
β) «τα κτηνώδη ένστικτα» — οι ασυγκράτητες σεξουαλικές επιθυμίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. instinct < λατ. instinctus μτχ. παρακμ. τού instinguo «κεντρίζω, παρορμώ κάποιον». Η λ. ένστικτον μαρτυρείται από το 1849 στον Τιμολ. Ε. Δρακούλη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ένστικτο — το έμφυτη εσωτερική παρόρμηση στους ανθρώπους και τα ζώα, που οδηγεί χωρίς τη συμμετοχή της νόησης ή της βούλησης σε ενέργειες οι οποίες εξυπηρετούν τη συντήρηση στη ζωή και την αναπαραγωγή του είδους, το ορμέμφυτο, το ψυχόρμητο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακρίδα — Κοινή ονομασία εντόμων που ανήκουν στις υποτάξεις των ξιφοφόρων και των κοιλοφόρων. Διακρίνονται εύκολα μεταξύ τους γιατί τα πρώτα έχουν πολύ μακριές και νηματοειδείς κεραίες, ενώ τα δεύτερα κοντόχοντρες· επιπλέον τα ξιφοφόρα έχουν μακρύ… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • ένστιγμα — το ένστικτο. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ένστικτο. Η λ. ένστιγμα μαρτυρείται από το 1849 στον Τιμολ. Ε. Δρακούλη] …   Dictionary of Greek

  • αυτοσυντήρηση — η 1. το να μπορεί κανείς να συντηρείται με δικά του μέσα 2. βιολ. «ένστικτο αυτοσυντηρήσεως» το ένστικτο το οποίο ωθεί το άτομο αφενός στην εξασφάλιση της τροφής και στην προφύλαξή του, αφετέρου στην προβολή και δικαίωση της ατομικότητάς του.… …   Dictionary of Greek

  • ενστικτώδης — ες [ένστικτο] 1. αυτός που προέρχεται από ένστικτο («ενστικτώδης κίνηση») 2. αυτός που αποβλέπει μόνο στην ικανοποίηση τών ενστίκτων, πρωτόγονος, ζωώδης …   Dictionary of Greek

  • ετεροφυλοφιλία — η η γενετήσια επιθυμία, το γενετήσιο ένστικτο, το ένστικτο τής αμοιβαίας έλξης μεταξύ τών δύο φύλων για σαρκική μίξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροφυλόφιλος. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου (πρβλ. heterosexuality)] …   Dictionary of Greek

  • ορμέμφυτος — η, ο 1. αυτός που εκδηλώνεται από αυτόματη φυσική ορμή και όχι μετά από σκέψη, ενστικτώδης 2. το ουδ. ως ουσ. το ορμέμφυτο η φυσική ιδιότητα που υπάρχει στους ανθρώπους και στα ζώα και η οποία τούς παρακινεί να ενεργούν ενστικτωδώς, το ένστικτο.… …   Dictionary of Greek

  • Δανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Δανίας Έκταση: 43.094 τ. χλμ Πληθυσμός: 5.352.815 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Κοπεγχάγη (499.148 κάτ. το 2001)Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στην ιστορική ομάδα των σκανδιναβικών χωρών. Συνορεύει στα Ν με τη Γερμανία, ενώ… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”